μανουβράρω

μανουβράρω
μετ. маневрировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μανουβράρω" в других словарях:

  • μανουβράρω — μανουβράρω, μανουβράρισα βλ. πίν. 55 Σημειώσεις: μανουβράρω : σπάνια η παθητική φωνή (μανουβράρομαι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μανουβράρω — [μανούβρα] 1. εκτελώ ελιγμό, κάνω μανούβρα, ελίσσομαι 2. προσπαθώ να πετύχω κάτι με πλάγιες ενέργειες, μηχανεύομαι διάφορα τεχνάσματα …   Dictionary of Greek

  • μανουβράρω — κάνω μανούβρες, ελιγμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»